δερματουργός

δερματουργός
(AM δερματουργός)
αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ατταγίνος — (attagenus). Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των δερμεσθιδών. Τα έντομα αυτά ζουν κυρίως στις θερμές χώρες. Το μήκος του σώματός τους φτάνει τα 5 χιλιοστά. Έχουν χρώμα καστανωπό μαύρο, με δύο λευκές κηλίδες επάνω στα έλυτρα. Το πιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”